ρεγχάζω

ρεγχάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ρεγχάζω" в других словарях:

  • ρεγχάζω — Ν ροχαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρέγχω, κατά τα ρ. σε άζω] …   Dictionary of Greek

  • ρεγχασμός — ο, Ν [ρεγχάζω] ροχαλητό, αναπνοή με χαρακτηριστικό θόρυβο από τον ρινοφάρυγγα και τα ρουθούνια κατά τη διάρκεια τού ύπνου …   Dictionary of Greek

  • ρεγχαστικός — ή, ό, Ν [ρεγχάζω] αυτός που ανήκει στον ρεγχασμό ή προέρχεται από αυτόν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»