ρεγχάζω
Смотреть что такое "ρεγχάζω" в других словарях:
ρεγχάζω — Ν ροχαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρέγχω, κατά τα ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
ρεγχασμός — ο, Ν [ρεγχάζω] ροχαλητό, αναπνοή με χαρακτηριστικό θόρυβο από τον ρινοφάρυγγα και τα ρουθούνια κατά τη διάρκεια τού ύπνου … Dictionary of Greek
ρεγχαστικός — ή, ό, Ν [ρεγχάζω] αυτός που ανήκει στον ρεγχασμό ή προέρχεται από αυτόν … Dictionary of Greek